- πάσκος
- ό, Α(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
φασκοφόρος — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει, που κουβαλάει πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αμάρτυρου *πασκοφόρος < πάσκος «πηλός» (βλ. πηλός) + φόρος*] … Dictionary of Greek
πάσχ' — πάσκε , πάσκος masc voc sg πάσχα , πάσχα pasaḥ neut nom/voc/acc sg πάσχε , πάσχω have pres imperat act 2nd sg πάσχε , πάσχω have imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)